φταίξιμο

φταίξιμο
το
σφάλμα, παράπτωμα, αμάρτημα, λάθος: Κάκια κι αμάχη μου κρατά το γιαρενόπουλό μου, να το ρωτήσω να μου πει ίντα 'ν' το φταίξιμό μου (δημ. τραγ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φταίξιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φταίω, πταίσμα, σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φταιξ τού αορ. έφταιξ α τού ρ. φταίω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψάξιμο)] …   Dictionary of Greek

  • αίτιο — το (Α αἴτιον) η αιτία, ο βαθύτερος λόγος, σε αντίθεση προς την αφορμή ή το τυχαίο γεγονός νεοελλ. 1. είδος εξανθήματος, έρπητας 2. (ως όρος τού Συντακτικού) ποιητικό αίτιο, τελικό αίτιο, αναγκαστικό αίτιο 3. «αίτια τού εγκλήματος» τα ελατήρια τού …   Dictionary of Greek

  • αμάρτημα — το (Α ἁμάρτημα) [ἁμαρτάνω] παράβαση τού θείου νόμου, τών εντολών τής θρησκείας και τών διατάξεων τής Εκκλησίας μσν. 1. παρανομία, αδίκημα 2. φρ. «εἶναι ἔργον τῶν ἐμῶν ἁμαρτημάτων να...», είναι άδικο, είναι κρίμα να... αρχ. 1. σφάλμα, αποτυχία 2.… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • κατάβαρο(ν) — κατάβαρο(ν), τὸ (Μ) 1. βάρος 2. μτφ. φταίξιμο, ενοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βαρον (< βάρος), πρβλ. αντί βαρον, από βαρον] …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • πταίσιμο — το / πταίσιμον, ΝΜ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πταίω, το πταίσμα, το φταίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πταίω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο, γράψ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… …   Dictionary of Greek

  • υπαιτιότητα — η, Ν 1. το να είναι κανείς υπαίτιος, υπεύθυνος για κάτι, φταίξιμο 2. (νομ.) η αιτιακή σύνδεση τής βούλησης ορισμένου προσώπου με αντίθετη προς τον νόμο μεταβολή τής πραγματικότητας, η οποία συγκεκριμενοποιείται με την απόδοση αμέλειας ή δόλου στο …   Dictionary of Greek

  • Οστρόβσκι, Αλεξάντρ Νικολάγεβιτς — (Aleksandr Nikolayevich Ostrovsky, Μόσχα 1823 – Στσελύκοβο, Κοστρόμα 1886). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Ζαμοσκβορέτσιε, τη συνοικία της παλιάς Μόσχας, όπου κατοικούσαν οι έμποροι, ένα περιβάλλον που γνώρισε κατά βάθος, όταν, αφού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”